- μανιτού
- Λέξη των Αλγκονκίνων Ινδιάνων με την οποία χαρακτήριζαν ένα προστατευτικό πνεύμα πολλών ινδιάνικων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Οι μ. παρουσιάζονταν στους νεαρούς Ινδιάνους κατά τις τελετές της μύησης, όπου οι μυούμενοι υποβάλλονταν σε βασανιστήρια, έως ότου ο πόνος τούς έκανε να βλέπουν οράματα, τα οποία ερμήνευαν οι μάγοι. Αυτοί συμπέραιναν από φανταστικά στοιχεία το όνομα του ζώου ή του αντικειμένου ή του φυσικού φαινομένου που θα ήταν πια ο μ. του νεαρού Ινδιάνου. Στους Ντελαγουέρ και άλλους ινδιάνικους πληθυσμούς των σημερινών ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών ο όρος μανιτού κατέληξε να σημαίνει το προστατευτικό πνεύμα όλου του έθνους, την υπέρτατη δηλαδή θεότητα (Μεγάλος Μανιτού) και με αυτήν την έννοια έγινε γνωστός στους λευκούς αποίκους.
Dictionary of Greek. 2013.